θούρις

θούρις
θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — τής πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῡρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θούρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θοῦρις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοῦρι — θοῦρις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοῦριν — θοῦρις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …   Dictionary of Greek

  • дурной — укр. дурний глупый, сумасшедший , блр. дурны, дурь ж. Родственно лит. su padùrmu бурно, стремительно , padùrmai стремительно , др. прусск. dūrai боязливо , греч. θοῦρος стремительный, напористый , θοῦρις ἀλκή бурная, неистовая сила ; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… …   Dictionary of Greek

  • θούριδες — θού̱ριδες , θοῦρις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θούριδος — θού̱ριδος , θοῦρις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”